Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβιβάς
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιβῶν
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
πρόβλαστος
προβλεπτικός
προβλέπω
View word page
προβιβασμός
προβῐβ-ασμός, ,
A). advancing, Artem. 2.12 .


ShortDef

advancing

Debugging

Headword:
προβιβασμός
Headword (normalized):
προβιβασμός
Headword (normalized/stripped):
προβιβασμος
IDX:
86809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86810
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβῐβ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">advancing,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:2:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:2.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Artem.</span> 2.12 </a>.</div> </div><br><br>'}