Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβατώδης
προβατών
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβιβάς
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιβῶν
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
πρόβλαστος
View word page
προβιβάς
προβῐβ-άς, ν. προβαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβιβάς
Headword (normalized):
προβιβάς
Headword (normalized/stripped):
προβιβας
IDX:
86807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86808
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβῐβ-άς</span>, <span class="foreign greek">ν. προβαίνω.</span> </div><br><br>'}