Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβατών
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβιβάς
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιβῶν
προβιοτή
προβιόω
View word page
προβεβουλευμένως
προβεβουλευμένως, Adv.
A). premeditatedly, Poll. 6.140 .


ShortDef

premeditatedly

Debugging

Headword:
προβεβουλευμένως
Headword (normalized):
προβεβουλευμένως
Headword (normalized/stripped):
προβεβουλευμενως
IDX:
86803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβεβουλευμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">premeditatedly,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6:140" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6.140/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 6.140 </a>.</div> </div><br><br>'}