Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβατών
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβιβάς
προβίβασις
προβιβασμός
View word page
προβαφή
προ-βᾰφή, ,
A). previous dipping, PHolm. 8.20 .


ShortDef

previous dipping

Debugging

Headword:
προβαφή
Headword (normalized):
προβαφή
Headword (normalized/stripped):
προβαφη
IDX:
86799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86800
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-βᾰφή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">previous dipping,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PHolm.</span> 8.20 </span>.</div> </div><br><br>'}