Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγρικός
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
View word page
ἀγριοκάναβος
ἀγριο-κάναβος, ,
A). hemp-mallow, Althaea cannabina, Hsch.


ShortDef

hemp-mallow, Althaea cannabina

Debugging

Headword:
ἀγριοκάναβος
Headword (normalized):
ἀγριοκάναβος
Headword (normalized/stripped):
αγριοκαναβος
IDX:
867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-κάναβος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hemp-mallow, Althaea cannabina</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}