Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβατών
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
View word page
προβατοτροφία
προβᾰτο-τροφία
, Ion.
-ίη,
A).
keeping of sheep,
prob. in
Supp.Epigr.
2.579.8
(Teos, iv B.C.).
ShortDef
keeping of sheep
Debugging
Headword:
προβατοτροφία
Headword (normalized):
προβατοτροφία
Headword (normalized/stripped):
προβατοτροφια
IDX:
86794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86795
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰτο-τροφία</span>, Ion. <span class="foreign greek">-ίη, </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keeping of sheep,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 2.579.8 </span> (Teos, iv B.C.).</div> </div><br><br>'}