Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβατών
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
View word page
προβατοστάσιον
προβᾰτο-στάσιον [στᾰ], τό,
A). sheep-pen, Gloss.


ShortDef

sheep-pen

Debugging

Headword:
προβατοστάσιον
Headword (normalized):
προβατοστάσιον
Headword (normalized/stripped):
προβατοστασιον
IDX:
86793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰτο-στάσιον</span> <span class="pron greek">[στᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sheep-pen,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}