Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβατεών
προβάτημα
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβατών
προβαφή
προβάφιον
View word page
προβατοκτηνοτρόφος
προβᾰτο-κτηνοτρόφος, ον,
A). keeping sheep and cattle, OGI 655.5 (Egypt, i B.C.), PHamb. 34.6 (ii A.D.), etc.


ShortDef

keeping sheep and cattle

Debugging

Headword:
προβατοκτηνοτρόφος
Headword (normalized):
προβατοκτηνοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
προβατοκτηνοτροφος
IDX:
86790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰτο-κτηνοτρόφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keeping sheep and cattle</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 655.5 </span> (Egypt, i B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHamb.</span> 34.6 </span> (ii A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}