Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβάτερον
προβατεύς
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβάτημα
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
View word page
προβατοβοσκός
προβᾰτο-βοσκός, ,
A). shepherd, Hsch. s.v. ἀρηνοβοσκός , Gloss.


ShortDef

shepherd

Debugging

Headword:
προβατοβοσκός
Headword (normalized):
προβατοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
προβατοβοσκος
IDX:
86784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰτο-βοσκός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shepherd,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀρηνοβοσκός</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}