Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβαταία
προβατεία
προβάτειος
προβάτερον
προβατεύς
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβάτημα
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
View word page
προβάτημα
προβᾰ/τ-ημα, ατος, τό,
A). = πρόβατον , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβάτημα
Headword (normalized):
προβάτημα
Headword (normalized/stripped):
προβατημα
IDX:
86781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰ/τ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρόβατον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}