Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκανία
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβαταία
προβατεία
προβάτειος
προβάτερον
προβατεύς
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβάτημα
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
View word page
προβάτερον
προβᾰ/τ-ερον,
A). ν. πρόβατον 1.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβάτερον
Headword (normalized):
προβάτερον
Headword (normalized/stripped):
προβατερον
IDX:
86774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰ/τ-ερον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ν. πρόβατον</span> <span class="bibl"> 1.2 </span> .</div> </div><br><br>'}