Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκανία
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβαταία
προβατεία
προβάτειος
προβάτερον
προβατεύς
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβάτημα
View word page
προβαταία
προβᾰτ-αία, ,
A). = ὠκιμοειδές , Ps.- Dsc. 4.28 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβαταία
Headword (normalized):
προβαταία
Headword (normalized/stripped):
προβαταια
IDX:
86771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰτ-αία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὠκιμοειδές</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.28 </span>.</div> </div><br><br>'}