Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκανία
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβαταία
προβατεία
προβάτειος
προβάτερον
προβατεύς
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
View word page
προβατάγριον
προβᾰτ-άγριον, τό,
A). wild sheep, Gloss.


ShortDef

wild sheep

Debugging

Headword:
προβατάγριον
Headword (normalized):
προβατάγριον
Headword (normalized/stripped):
προβαταγριον
IDX:
86770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86771
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβᾰτ-άγριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wild sheep,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}