Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προβαλλός
προβάλλω
προβάπτω
προβαρύνω
προβασανίζω
προβασιλεύω
πρόβασις
προβασκαίνω
προβασκανία
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβαταία
προβατεία
προβάτειος
προβάτερον
προβατεύς
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
View word page
προβαστάζω
προβαστάζω
,
A).
carry away beforehand,
POxy.
935.21
(iii A.D.).
ShortDef
carry away beforehand
Debugging
Headword:
προβαστάζω
Headword (normalized):
προβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
προβασταζω
IDX:
86769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86770
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβαστάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry away beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 935.21 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}