Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνήπυστος
ἀνηπύω
ἀνήρ
ἀνηρέμητος
ἀνηρεοί
ἀνήρεστον
ἀνηρεφής
ἀνηρήμεθα
ἀνήρης
ἀνηρίθευτος
ἀνήριθμος
ἀνηρίναστος
ἀνηρός
ἀνήροτος
ἀνηρτημένως
ἀνησιδώρα
ἀνήσσητος
ἄνησσον
ἄνηστις
ἄνηστος
ἀνήσυχος
View word page
ἀνήριθμος
ἀνήριθμος,
A). v. ἀνάριθμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνήριθμος
Headword (normalized):
ἀνήριθμος
Headword (normalized/stripped):
ανηριθμος
IDX:
8673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνήριθμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνάριθμος.</span> </div> </div><br><br>'}