Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προασπίζω
προασπιστήρ
προασπιστής
προάστειον
προάστειος
προαστήϊον
προαστιεύς
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
προαυαίνω
προαυδάω
προανλέω
προάνλημα
προανλία
προανλίζομαι
προάνλιον
View word page
προαστίτης
προ-αστίτης
[ῑ]
,
ου
,
ὁ
,
A).
dweller in the suburbs,
St.Byz. s.v.
ἄστυ.
ShortDef
dweller in the suburbs
Debugging
Headword:
προαστίτης
Headword (normalized):
προαστίτης
Headword (normalized/stripped):
προαστιτης
IDX:
86730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86731
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-αστίτης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dweller in the suburbs,</span> St.Byz. s.v. <span class="ref greek">ἄστυ.</span> </div> </div><br><br>'}