Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προασθενέω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προασπιστής
προάστειον
προάστειος
προαστήϊον
προαστιεύς
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
προαυαίνω
προαυδάω
προανλέω
View word page
προαστιεύς
προ-αστῐεύς
,
έως
,
ὁ
,
A).
=
προαστίτης
,
St.Byz.
s.v.
ἄστυ.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προαστιεύς
Headword (normalized):
προαστιεύς
Headword (normalized/stripped):
προαστιευς
IDX:
86726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86727
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-αστῐεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προαστίτης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">St.Byz.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἄστυ.</span> </div> </div><br><br>'}