Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασθενέω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προασπιστής
προάστειον
προάστειος
προαστήϊον
προαστιεύς
προάστιον
προάστιος
προαστίς
προαστίτης
προασφαλίζομαι
προατονέω
προατυχέομαι
View word page
προάστειον
προ-άστειον,
A). v. προάστιον.


ShortDef

the space immediately in front of or round a town, a suburb

Debugging

Headword:
προάστειον
Headword (normalized):
προάστειον
Headword (normalized/stripped):
προαστειον
IDX:
86723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-άστειον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προάστιον.</span> </div> </div><br><br>'}