Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρκτούρια
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρόω
προαρπάζω
προαρτᾷ
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασθενέω
προασιτέω
προασκέω
πρόᾳσμα
προασπίζω
προασπιστήρ
προασπιστής
View word page
προαρτᾷ
προαρτᾷ· προαρμόζει, προτείνει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαρτᾷ
Headword (normalized):
προαρτᾷ
Headword (normalized/stripped):
προαρτα
IDX:
86712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαρτᾷ·</span> <span class="foreign greek">προαρμόζει, προτείνει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}