Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνήξεις
ἀνηπελίη
ἀνηπλωμένως
ἀνήπυστος
ἀνηπύω
ἀνήρ
ἀνηρέμητος
ἀνηρεοί
ἀνήρεστον
ἀνηρεφής
ἀνηρήμεθα
ἀνήρης
ἀνηρίθευτος
ἀνήριθμος
ἀνηρίναστος
ἀνηρός
ἀνήροτος
ἀνηρτημένως
ἀνησιδώρα
ἀνήσσητος
ἄνησσον
View word page
ἀνηρήμεθα
ἀνηρήμεθα,
A). v. ἀνείρομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνηρήμεθα
Headword (normalized):
ἀνηρήμεθα
Headword (normalized/stripped):
ανηρημεθα
IDX:
8670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνηρήμεθα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνείρομαι.</span> </div> </div><br><br>'}