Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαποχράομαι
προαποχωρέω
προάπτω
προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρκτούρια
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρόω
προαρπάζω
προαρτᾷ
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασθενέω
προασιτέω
View word page
προαρμόζω
προαρμόζω,
A). fit on before, Hsch. s.v. προαρτᾷ.


ShortDef

fit on before

Debugging

Headword:
προαρμόζω
Headword (normalized):
προαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
προαρμοζω
IDX:
86707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86708
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαρμόζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fit on before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">προαρτᾷ.</span> </div> </div><br><br>'}