Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαποφοιτάω
προαποχράομαι
προαποχωρέω
προάπτω
προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρκτούρια
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρόω
προαρπάζω
προαρτᾷ
προαρτύω
προαρχιερατεύω
προάρχω
προασθενέω
View word page
προαρκτούρια
προαρκτούρια, τά,
A). = προηρόσια , Clitodem. 23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαρκτούρια
Headword (normalized):
προαρκτούρια
Headword (normalized/stripped):
προαρκτουρια
IDX:
86706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαρκτούρια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προηρόσια</span> , Clitodem.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg007.perseus-grc1:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg007.perseus-grc1:23/canonical-url/"> 23 </a>.</div> </div><br><br>'}