Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαποφαίνω
προαποφέρω
προαπόφημι
προαποφθέγγομαι
προαποφοιτάω
προαποχράομαι
προαποχωρέω
προάπτω
προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρκτούρια
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρόω
προαρπάζω
προαρτᾷ
View word page
προαριθμέω
προᾰριθμέω,
A). enumerate previously, Lyd. Mag. 3.43 ( Med.).


ShortDef

enumerate previously

Debugging

Headword:
προαριθμέω
Headword (normalized):
προαριθμέω
Headword (normalized/stripped):
προαριθμεω
IDX:
86702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86703
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προᾰριθμέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enumerate previously,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 3.43 </span> ( Med.).</div> </div><br><br>'}