Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαποτυγχάνω
προαποφαίνω
προαποφέρω
προαπόφημι
προαποφθέγγομαι
προαποφοιτάω
προαποχράομαι
προαποχωρέω
προάπτω
προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρκτούρια
προαρμόζω
πρόαρον
προαροτριάω
προαρόω
προαρπάζω
View word page
προαρθρεμβολέω
προαρθρεμβολέω,
A). reduce a dislocation previously, Gal. 18(1).772 ( Pass.).


ShortDef

reduce a dislocation previously

Debugging

Headword:
προαρθρεμβολέω
Headword (normalized):
προαρθρεμβολέω
Headword (normalized/stripped):
προαρθρεμβολεω
IDX:
86701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαρθρεμβολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reduce a dislocation previously,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).772 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}