Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
προαποτρέπομαι
προαποτυγχάνω
προαποφαίνω
προαποφέρω
προαπόφημι
προαποφθέγγομαι
προαποφοιτάω
προαποχράομαι
προαποχωρέω
προάπτω
προαργέω
προαρθρεμβολέω
προαριθμέω
προαριστάω
προαριστεύω
προαριστίδιος
προαρκτούρια
View word page
προαποφοιτάω
προαπο-φοιτάω,
A). depart (from life) prematurely, Plu. 2.120a .


ShortDef

depart

Debugging

Headword:
προαποφοιτάω
Headword (normalized):
προαποφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
προαποφοιταω
IDX:
86696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86697
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπο-φοιτάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">depart</span> (from life) <span class="tr" style="font-weight: bold;">prematurely,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.120a </span>.</div> </div><br><br>'}