Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαπορέω
προαπορρίπτω
προαπορρύπτω
προαποσβέννυμαι
προαποσημαίνω
προαποσμήχω
προαποσπάω
προαποσπογγίζω
προαποσταυρόω
προαποστέλλω
προαποστερέω
προαποστρέφομαι
προαποστύφω
προαποσφάζω
προαποσχάζω
προαποτάσσομαι
προαποτέλεσμα
προαποτέμνω
προαποτήκω
προαποτίθημι
προαποτίκτω
View word page
προαποστερέω
προαπο-στερέω,
A). rob before, χάριτος αὑτόν Aristid. 1.466J.


ShortDef

rob before

Debugging

Headword:
προαποστερέω
Headword (normalized):
προαποστερέω
Headword (normalized/stripped):
προαποστερεω
IDX:
86679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86680
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπο-στερέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rob before,</span> <span class="quote greek">χάριτος αὑτόν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> 1.466J. </span> </div> </div><br><br>'}