Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαποκτείνω
προαποκτίννυμι
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
προαποξυρέω
προαποξύω
προαποπαύω
προαποπέμπω
προαποπίπτω
προαποπληρόω
προαποπλύνω
προαποπνέω
View word page
προαπονίπτω
προαπο-νίπτω,
A). wash first, Gal. 12.834 .


ShortDef

wash first

Debugging

Headword:
προαπονίπτω
Headword (normalized):
προαπονίπτω
Headword (normalized/stripped):
προαπονιπτω
IDX:
86656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86657
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπο-νίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wash first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.834 </span>.</div> </div><br><br>'}