Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προαποκάμνω
προαπόκειμαι
προαποκινδυνεύω
προαποκλείω
προαποκληρόομαι
προαποκλύζω
προαποκόπτω
προαποκρίνομαι
προαποκτείνω
προαποκτίννυμι
προαπολαμβάνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπολεπίζω
προαπολήγω
προαπόλλυμι
προαπολύω
προαπομισθόω
προαπονίπτω
προαπονυχίζω
προαποξηραίνω
View word page
προαπολαμβάνω
προαπο-λαμβάνω
,
A).
receive before,
Sammelb.
5677.9
(iii A.D., Pass.).
ShortDef
receive before
Debugging
Headword:
προαπολαμβάνω
Headword (normalized):
προαπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προαπολαμβανω
IDX:
86648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86649
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπο-λαμβάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receive before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 5677.9 </span> (iii A.D., Pass.).</div> </div><br><br>'}