Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαπέχω
προαπηγέομαι
προαπήχημα
προαπίδων
προαπιστέομαι
προάπλωσις
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπολιλνώσκω
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
προαποθεωρέω
προαποθησαυρίζω
προαποθνήσκω
View word page
προαπολιλνώσκω
προαπο-λιλνώσκω,
A). despair beforehand, τινος of a thing, Gal. 8.772 : c. acc., Id. 18(2).39 .


ShortDef

despair beforehand

Debugging

Headword:
προαπολιλνώσκω
Headword (normalized):
προαπολιλνώσκω
Headword (normalized/stripped):
προαπολιλνωσκω
IDX:
86624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπο-λιλνώσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">despair beforehand,</span> <span class="itype greek">τινος</span> of a thing, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.772 </span>: c. acc., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 18(2).39 </span>.</div> </div><br><br>'}