Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαπελαύνω
προαπερῶ
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπηγέομαι
προαπήχημα
προαπίδων
προαπιστέομαι
προάπλωσις
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπολιλνώσκω
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
προαποζέω
προαποθεραπεύω
View word page
προαποβάπτω
προαπο-βάπτω,
A). dip first, τὸν δάκτυλον ὄξει Orib. Fr. 102 .


ShortDef

dip first

Debugging

Headword:
προαποβάπτω
Headword (normalized):
προαποβάπτω
Headword (normalized/stripped):
προαποβαπτω
IDX:
86621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπο-βάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dip first,</span> <span class="quote greek">τὸν δάκτυλον ὄξει</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 102 </span> .</div> </div><br><br>'}