Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπερῶ
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπηγέομαι
προαπήχημα
προαπίδων
προαπιστέομαι
προάπλωσις
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπολιλνώσκω
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
προαποδίδωμι
προαποδότης
View word page
προάπλωσις
προάπλωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
gloss on
πρόθεσις
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προάπλωσις
Headword (normalized):
προάπλωσις
Headword (normalized/stripped):
προαπλωσις
IDX:
86619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86620
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προάπλωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">πρόθεσις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}