Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπερῶ
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπηγέομαι
προαπήχημα
προαπίδων
προαπιστέομαι
προάπλωσις
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπολιλνώσκω
προαπογλυκαίνω
προαπογράφομαι
προαποδείκνυμι
View word page
προαπίδων
προαπίδων· φρενῶν, διανοιῶν, Hsch. (leg. πραπίδων).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαπίδων
Headword (normalized):
προαπίδων
Headword (normalized/stripped):
προαπιδων
IDX:
86617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86618
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπίδων·</span> <span class="foreign greek">φρενῶν, διανοιῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">πραπίδων</span>).</div><br><br>'}