Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαπάντησις
προαπαντλέω
προαπαυδάω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπερῶ
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπηγέομαι
προαπήχημα
προαπίδων
προαπιστέομαι
προάπλωσις
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
προαπογεύομαι
προαπολιλνώσκω
View word page
προαπέχω
προαπ-έχω,
A). receive beforehand, POxy. 1287.7 (ii/iii A.D.), etc.


ShortDef

receive beforehand

Debugging

Headword:
προαπέχω
Headword (normalized):
προαπέχω
Headword (normalized/stripped):
προαπεχω
IDX:
86614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86615
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπ-έχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receive beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1287.7 </span> (ii/iii A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}