Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαπαντάω
προαπάντημα
προαπάντησις
προαπαντλέω
προαπαυδάω
προαπαφρίζω
προαπειλέω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπελαύνω
προαπερῶ
προαπεχθάνομαι
προαπέχω
προαπηγέομαι
προαπήχημα
προαπίδων
προαπιστέομαι
προάπλωσις
προαποβάλλω
προαποβάπτω
προαποβρέχω
View word page
προαπερῶ
προαπ-ερῶ,
A). v. προαπαγορεύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαπερῶ
Headword (normalized):
προαπερῶ
Headword (normalized/stripped):
προαπερω
IDX:
86612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαπ-ερῶ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προαπαγορεύω.</span> </div> </div><br><br>'}