Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προάνγρεσις
προανεγείρω
προανείργω
προανέλκω
προανέρχομαι
προάνεσις
προανευρύνω
προανέχω
προανήλωμα
προανθέω
προάνθησις
προανίημι
προανίστημι
προανίσχω
προανοίγω
προανταναιρέομαι
προανύτω
προανωθέω
προαπαγγέλλω
View word page
προανήλωμα
προαν-ήλωμα,
A). v. προανάλωμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προανήλωμα
Headword (normalized):
προανήλωμα
Headword (normalized/stripped):
προανηλωμα
IDX:
86583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαν-ήλωμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προανάλωμα.</span> </div> </div><br><br>'}