Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προαναχαλάω
προαναχωρέω
προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προάνγρεσις
προανεγείρω
προανείργω
προανέλκω
προανέρχομαι
προάνεσις
προανευρύνω
προανέχω
προανήλωμα
προανθέω
προάνθησις
προανίημι
προανίστημι
προανίσχω
προανοίγω
προανταναιρέομαι
προανύτω
View word page
προανευρύνω
προαν-ευρύνω
,
A).
dilate beforehand,
v.l. for
προς-
(q.v.).
ShortDef
dilate beforehand
Debugging
Headword:
προανευρύνω
Headword (normalized):
προανευρύνω
Headword (normalized/stripped):
προανευρυνω
IDX:
86581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86582
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαν-ευρύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dilate beforehand,</span> v.l. for <span class="ref greek">προς-</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}