Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναφωνέω
προαναφώνημα
προαναφώνησις
προαναφωνητικός
προαναχαλάω
προαναχωρέω
προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προάνγρεσις
προανεγείρω
προανείργω
προανέλκω
προανέρχομαι
προάνεσις
προανευρύνω
προανέχω
προανήλωμα
προανθέω
προάνθησις
προανίημι
προανίστημι
View word page
προανείργω
προαν-είργω,
A). put away beforehand, τοὺς ἀναξίους ἱεροῦ συλλόγου Ph. 2.261 .


ShortDef

put away beforehand

Debugging

Headword:
προανείργω
Headword (normalized):
προανείργω
Headword (normalized/stripped):
προανειργω
IDX:
86577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86578
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαν-είργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put away beforehand,</span> <span class="quote greek">τοὺς ἀναξίους ἱεροῦ συλλόγου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:261" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.261/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.261 </a> .</div> </div><br><br>'}