Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προαναφυράω
προαναφυσάω
προαναφωνέω
προαναφώνημα
προαναφώνησις
προαναφωνητικός
προαναχαλάω
προαναχωρέω
προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προάνγρεσις
προανεγείρω
προανείργω
προανέλκω
προανέρχομαι
προάνεσις
προανευρύνω
προανέχω
προανήλωμα
προανθέω
προάνθησις
View word page
προάνγρεσις
προάνγρεσις
, Thessal.,
A).
=
προαίρεσις
,
IG
9(2).461.28
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προάνγρεσις
Headword (normalized):
προάνγρεσις
Headword (normalized/stripped):
προανγρεσις
IDX:
86575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86576
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προάνγρεσις</span>, Thessal., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προαίρεσις</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).461.28 </span>.</div> </div><br><br>'}