Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
προαναφέρω
προαναφθέγγομαι
προαναφορά
προαναφυράω
προαναφυσάω
προαναφωνέω
προαναφώνημα
προαναφώνησις
προαναφωνητικός
View word page
προανατυπόω
προανα-τῠπόω,
A). design beforehand, prefigure, Men.Prot. p.68 D.


ShortDef

design beforehand, prefigure

Debugging

Headword:
προανατυπόω
Headword (normalized):
προανατυπόω
Headword (normalized/stripped):
προανατυποω
IDX:
86560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-τῠπόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">design beforehand, prefigure,</span> Men.Prot.<span class="bibl"> p.68 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div> </div><br><br>'}