Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
σκευάζομαι
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
προανατείνω
προανατέλλω
προανατέμνω
προανατίθημι
προανατολή
προανατρέχω
προανατρίβω
προανατυπόω
προαναφαίνω
View word page
προαναστομόω
προανα-στομόω,
A). open up first, Dsc. Eup. 1.197 .


ShortDef

open up first

Debugging

Headword:
προαναστομόω
Headword (normalized):
προαναστομόω
Headword (normalized/stripped):
προαναστομοω
IDX:
86551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-στομόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">open up first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 1.197 </span>.</div> </div><br><br>'}