Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
προαναρπάζω
προαναρρήγνυμι
προαναρτάω
προανασείω
σκευάζομαι
προανασκοπέομαι
προαναστέλλω
προαναστολή
προαναστομόω
προανατάσσω
View word page
προαναπνοή
προανα-πνοή
,
ἡ
,
A).
preuious respiration,
Gal.
5.159
.
ShortDef
previous respiration
Debugging
Headword:
προαναπνοή
Headword (normalized):
προαναπνοή
Headword (normalized/stripped):
προαναπνοη
IDX:
86542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86543
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-πνοή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preuious respiration,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 5.159 </span>.</div> </div><br><br>'}