Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
μέλπω2
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
προαναπνοή
View word page
προαναξηραίνω
προανα-ξηραίνω,
A). dry up before, Gal. 12.318 , al.:— Pass., pf. part. -εξηραμμένος Id. 6.266 .


ShortDef

dry up before

Debugging

Headword:
προαναξηραίνω
Headword (normalized):
προαναξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
προαναξηραινω
IDX:
86532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-ξηραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dry up before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.318 </span>, al.:— Pass., pf. part. <span class="quote greek">-εξηραμμένος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 6.266 </span> .</div> </div><br><br>'}