Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναλαμβάvω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
μέλπω2
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
View word page
προαναξέω
προανα-ξέω,
A). scrape first, Crito ap. Gal. 13.794 .


ShortDef

scrape first

Debugging

Headword:
προαναξέω
Headword (normalized):
προαναξέω
Headword (normalized/stripped):
προαναξεω
IDX:
86531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-ξέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scrape first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Crito</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.794 </span>.</div> </div><br><br>'}