Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανάκρουσις
προανακρούομαι
προαναλαμβάvω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
μέλπω2
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
View word page
προαναλογίζω
προαναλογ-ίζω
,
A).
aduance a consideration previously,
Phld.
Po.Herc.
994.38
( Pass.).
ShortDef
aduance a consideration previously
Debugging
Headword:
προαναλογίζω
Headword (normalized):
προαναλογίζω
Headword (normalized/stripped):
προαναλογιζω
IDX:
86526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86527
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαναλογ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aduance a consideration previously,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Po.Herc.</span> 994.38 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}