Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναισχυντέω
προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακήρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακολνόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανάκρουσις
προανακρούομαι
προαναλαμβάvω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
View word page
προανακολνόομαι
προανα-κολνόομαι, Med.,
A). unite before, τὸ ῥεῦμα, of rivers, Paus. 8.35.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προανακολνόομαι
Headword (normalized):
προανακολνόομαι
Headword (normalized/stripped):
προανακολνοομαι
IDX:
86515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-κολνόομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unite before,</span> <span class="foreign greek">τὸ ῥεῦμα,</span> of rivers, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:8:35:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:8:35:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paus.</span> 8.35.1 </a>.</div> </div><br><br>'}