Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναιρέω
προαναισιμόω
προαναισχυντέω
προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακήρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακολνόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανάκρουσις
προανακρούομαι
προαναλαμβάvω
προαναλέγω
προαναλείφω
View word page
προανακλαίομαι
προανα-κλαίομαι, Med.,
A). bewail before, τὴν συμφοράν D.H. 10.49 .


ShortDef

bewail before

Debugging

Headword:
προανακλαίομαι
Headword (normalized):
προανακλαίομαι
Headword (normalized/stripped):
προανακλαιομαι
IDX:
86513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-κλαίομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bewail before,</span> <span class="quote greek">τὴν συμφοράν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:10:49" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:10.49/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 10.49 </a> .</div> </div><br><br>'}