Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
προαναθρέω
προαναθρῴσκω
προαναίρεσις
προαναιρέω
προαναισιμόω
προαναισχυντέω
προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακήρύσσω
προανακινέω
View word page
προαναθρῴσκω
προαναθρῴσκω,
A). leap up before, Hsch.


ShortDef

leap up before

Debugging

Headword:
προαναθρῴσκω
Headword (normalized):
προαναθρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
προαναθρωσκω
IDX:
86501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προαναθρῴσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leap up before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}