Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
προαναθρέω
προαναθρῴσκω
προαναίρεσις
προαναιρέω
προαναισιμόω
προαναισχυντέω
View word page
προαναδίδωμι
προανα-δίδωμι
,
A).
hand in beforehand,
PRyl.
90.22
, al.( Pass., iii A.D.).
ShortDef
hand in beforehand
Debugging
Headword:
προαναδίδωμι
Headword (normalized):
προαναδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
προαναδιδωμι
IDX:
86495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86496
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-δίδωμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hand in beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PRyl.</span> 90.22 </span>, al.( Pass., iii A.D.).</div> </div><br><br>'}