Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προαμείβομαι
προαμέλγω
προαμεύω
προαμυνομαι
πρόαν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
View word page
προαναγαργαρίζομαι
προανα-γαργᾰρίζομαι,
A). gargle beforehand, Gal. 14.305 .


ShortDef

gargle beforehand

Debugging

Headword:
προαναγαργαρίζομαι
Headword (normalized):
προαναγαργαρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προαναγαργαριζομαι
IDX:
86489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86490
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-γαργᾰρίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gargle beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.305 </span>.</div> </div><br><br>'}