Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προάλλομαι
προαμαρτάνω
προαμβολή
προαμείβομαι
προαμέλγω
προαμεύω
προαμυνομαι
πρόαν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
View word page
προαναβλέπω
προανα-βλέπω,
A). look up before, Hsch. s.v. προαναθρούσης.


ShortDef

look up before

Debugging

Headword:
προαναβλέπω
Headword (normalized):
προαναβλέπω
Headword (normalized/stripped):
προαναβλεπω
IDX:
86486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προανα-βλέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">look up before,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">προαναθρούσης.</span> </div> </div><br><br>'}